στράβηλος

στράβηλος
ό, ἡ, Α
1. κοχλίας («στράβηλοι
κοχλίαι», Ησύχ.)
2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- τού στρεβ-λός* + επίθημα -ηλος (πρβλ. τράχ-ηλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στράβηλος — snail fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλοις — στράβηλος snail fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλου — στράβηλος snail fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλους — στράβηλος snail fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλων — στράβηλος snail fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλῳ — στράβηλος snail fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράβηλοι — στράβηλος snail fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”