- στράβηλος
- ό, ἡ, Α1. κοχλίας («στράβηλοικοχλίαι», Ησύχ.)2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- τού στρεβ-λός* + επίθημα -ηλος (πρβλ. τράχ-ηλος)].
Dictionary of Greek. 2013.